Σάββατο 1 Απριλίου 2023

Περί θαυμάτων...

 Δεν έζησες το θαύμα της φύσης, εκείνη τη μαγεία της στιγμής, που λένε πως δεν περιγράφεται. Δεν πέρασες του πόνους της χαράς, δεν έμαθες καν πως μοιάζουν. Δεν ίδρωσες για ώρες, δεν έσπρωξες με μανία για να «ελευθερωθείς». Δεν είδες ποτέ νερά να σπάνε.

Αντ’ αυτών κονόμησες ως κειμήλιο μια εικοσάποντη τομή χαμηλά στην κοιλιά, να σου θυμίζει την ολιγόλεπτη «πάλη» γιατρών και νοσηλευτών πίσω από το πράσινο παραβάν. Παραδόξως, ούτε με το πέρας της αναισθησίας πόνεσες. Δεν πειράζει, «πονούσες» καθημερινά για έναν ολόκληρο μήνα υπό τον υπαρκτό κίνδυνο κάτι να μην πάει καλά.

Άργησες λιγάκι να πάρεις στα χέρια σου την «συνέχειά» σου, καθώς έπρεπε να σε ράψουν πρώτα και να βρεθείς έπειτα στην ανάνηψη. Ταυτόχρονα, η «μινιατούρα», που είχε δει μόλις το φως του κόσμου μετά την έξοδο από την κοιλιακή σου χώρα, έπρεπε να έρθει στα απαραίτητα επίπεδα οξυγόνου, θερμοκρασίας και ζαχάρου.

Λίγα λεπτά μόνο είχαν περάσει και εσύ είχες χάσει τόσα από εκείνη τη «μαγεία του φυσιολογικού»…

Λίγη ώρα μετά, ωστόσο, άρχισες κιόλας να κερδίζεις…

Την πήρες στην αγκαλιά σου. Την ένιωσες να «φουρνίζεται» πάνω στο κορμί σου. Ένιωσες περήφανη, που μια σταλιά πραγματάκι αναζητούσε με μεγάλο βαθμό επιτυχίας τη ρώγα σου. Την είδες να λικνίζεται ξαπλωτή κατά την αλλαγή της πρώτης της πάνας, αλλά τότε ήταν αδύνατον να σηκωθείς ως φρεσκοχειρουργημένη να βοηθήσεις. Την επομένη, την άλλαξες μόνη σου.

Ανησύχησες όταν είδες να τρέμουν λίγο παραπάνω τα μικροσκοπικά άκρα της. Έβαλες τα κλάματα ξανά και ξανά, απλώς κοιτώντας την να κοιμάται ήρεμη και ικανοποιημένη, επειδή όλα πήγαν καλά ή απλώς ενθυμούμενη μια φράση στη λήξη του μόλις 5 λεπτών χειρουργείου: «Ήρθε το μικιό μας!».

Σε έπιασε ανασφάλεια, σε πρώτη φάση, επειδή έκλαιγε ελάχιστα. Με τις μέρες να περνάνε, η ανασφάλειά σου συνεχίστηκε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: «Μια γιατί κλαίει τόσο πολύ το παιδί;», αναρωτιόσουν. Στεναχωριόσουν να το βλέπεις να ζορίζεται λόγω της κοιλίτσας της, αλλά ταυτόχρονα μπορούσες να γελάσεις πολύ βλέποντάς την να γίνεται μελιτζανί στη φάτσα, σαν άλλος ωρυόμενος Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον πάγκο!

Η διάρκειά του ύπνου σου έχει ήδη μειωθεί αισθητά, αλλά δε σε πειράζει. Είναι φορές που έχεις πεταχτεί σαν ελατήριο στην πρώτη ανησυχία ότι της συνέβη κάτι, ούσα λίγα εκατοστά μακριά σου και όχι στα δικά σου χέρια. Υπήρξαν δε στιγμές σε αυτές τις πρώτες μέρες, που ενδεχομένως πήγες να σηκώσεις τα χέρια ψηλά, μην μπορώντας να την κάνεις καλά. Τα  έβαλες πολλές φορές -ήδη- με τον εαυτό σου για το αν είσαι καλή μάνα, αν τα κάνεις όλα σωστά, αν πρέπει να κάνεις το κάτι παραπάνω, αν πρέπει να αλλάξεις κάτι...

Δεν ήθελες να την αφήνεις -και δε θέλεις- από την αγκαλιά σου, αν και ξέρεις πως θα πρέπει να την «προπονήσεις» περισσότερο στην κούνια της ή στην πρόχειρη φωλίτσα/στρωματάκι στον καναπέ. Πεθαίνεις για το τεράστιο, ανοιχτομάτικο και διαρκές βλέμμα της -όταν είναι ξύπνια. Έλιωνες από την αρχή και λιώνεις σε ένα ταυτόχρονο σούφρωμα των λιλιπούτειων χειλιών της!

Παίρνεις φυσικά μόνο για πλάκα τα συντριβανάτα τσισάκια της κατά την αλλαγή της πάνας ή τις live «έγχρωμες», ευωδιαστές (#NOT) ρουκέτες της από πίσω, κατά την πλύση κάτω από τη βρύση. Σου λείπει πολύ όταν, για μια ώρα το αργότερο, δεν είσαι μαζί της. Σου λείπει όταν κοιμάσαι και μπορεί και να ζηλεύεις λίγο -ή και πολύ- όταν την κρατούν οι άλλοι…

Θέλεις γρήγορα να πάρει τα πάνω της, αναφορικά με τα κιλά και την ανάπτυξή της, όμως νιώθεις λες και δε θες να μεγαλώσει με τίποτα. Είσαι ανυπέρβλητα χαρούμενη, έχοντας βάλει στον πάγο τη ρεαλιστική κατά τ’ άλλα σκέψη «σε τι κόσμο φέρνω το παιδί μου». Αισιοδοξείς, ωστόσο, μεταξύ σοβαρού και αστείου, που κατά τις πρώτες του ώρες το νεογνό έδειξε να προτιμά -ή καλύτερα να βρίσκει με ευκολία- το αριστερό στήθος!

Θέλεις, στο μεταξύ, να τη φιλάς όλη την ώρα και να της σιγοτραγουδάς νομίζοντας πως αυτό την καλμάρει -και μάλλον έτσι θα είναι.

Ζεις γι’ αυτήν και ζεις πλέον από αυτήν.

Τελικά, μπορεί να μη έζησες το θαύμα της φύσης, εκείνη την περιβόητη μαγεία της στιγμής που αναφέρθηκε στην αρχή, όμως είναι θαύμα αυτό που ζεις κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή μαζί της. Και δεν το ζεις μόνη σου, μωρό μου…

Υ.Γ.: Η φωτό του κειμένου είναι για να σπάει η ρομαντίλα, μια αυθόρμητη πόζα με νόημα του κοιμώμενου «θαύματος» κάτω από την καυτή λάμπα της θερμοκοιτίδας!

 

Αφιερωμένο στη Μαρκέλλα και κυρίως στη μαμά της

Ν.Π.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ελπίζοντας με… την «Μπάλα στην Κερκίδα» του Θ. Σαρρή


Η Μπάλα στην Κερκίδα (2018, εκδόσεις οξυ): «Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε έρευνα, με διαλόγους και πρωταγωνιστές που είναι ή θα μπορούσαν να είναι αληθινοί». Αυτήν την περιγραφή θα βρει κανείς στο οπισθόφυλλο του ομώνυμου βιβλίου. Και έτσι ακριβώς είναι. Μια ιστορία βασισμένη σε μια «πραγματική» πραγματικότητα ή/και σε αυτήν που θα επιθυμούσαν να ισχύει οι τελευταίοι ρομαντικοί των γηπέδων. Εκείνοι που ζουν, μεταξύ άλλων, για την Κυριακή, το Σάββατο, την Τετάρτη και όποτε τέλος πάντων παίζει η ομάδα τους, μα και για τις στιγμές που δεν παίζει, αλλά υφίσταται ως ζωντανός οργανισμός.
Ο Θάνος Σαρρής, δημοσιογράφος, συγγραφέας πια, φίλος και συμφοιτητής στα χρόνια της… νιότης υπογράφει ένα αριστούργημα για όλους αυτούς που μπορούν να ενστερνιστούν τι θα πει γήπεδο, κερκίδα, ατμόσφαιρα, αγάπη για το ποδόσφαιρο, αλλά πρωτίστως αγάπη για την εκάστοτε ομάδα. Μια ανιδιοτελής αγάπη, που μαθηματικά επιβάλλει την ανάγκη ανάληψη δράσης όταν το «κεφάλι» της ομάδας, ο διοικητικός ηγέτης φαίνεται πως την οδηγεί αργά ή γρήγορα στην καταστροφή και φθείρει το «είναι» της. Τι προϋποθέτει αυτή η ανάληψη δράσης; Αυτό που περιγράφει ο τίτλος του μυθιστορήματος. Η μπάλα πρέπει να περάσει στα χέρια των ίδιων των οπαδών, αυτών που θέλουν το καλό της ομάδας τους και μόνο.
Ο εσωτερικός πια εχθρός, εν προκειμένω ο επιχειρηματίας άπληστος πρόεδρος, πρέπει να νικηθεί. Όχι με στιλιάρια, καδρόνια, μαχαίρια και ξύλο, όπως μπορεί να συμβαίνει μεταξύ αντιμαχόμενων οπαδών, αλλά με οργανωμένη πορεία, που θα έχει αρχή, μέση και -ευτυχές για τους ειλικρινείς λάτρεις της ομάδας-τέλος. Η προσπάθεια αυτή στο εν λόγω πόνημα βαφτίζεται από τον Θάνο κάποια στιγμή ως «Μοβ επανάσταση», παίρνοντας το όνομά της από το μοβ χρώμα της αγαπημένης ομάδας των πρωταγωνιστών. Αλλά το χρώμα λίγη σημασία έχει.
Αυτό που καταφέρνει ο συγγραφέας είναι να δώσει γραπτώς μια κατάσταση που υφίσταται, δηλαδή το ότι οι συλλογικότητες μπορούν και πρέπει σε πολλές περιπτώσεις να αναλαμβάνουν δράση. Παρουσιάζει περιπτώσεις ποδοσφαιρικών συλλόγων, που οδηγήθηκαν σε τέτοια μοντέλα, εγγράφοντας μέλη και κυρίως δίνοντας βήμα στη λήψη αποφάσεων σε αυτά. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα παντρεύονται γάντι με την περιγραφόμενη ανάγκη των λιγοστών «μοβ» ρομαντικών, που εργάζονται για την επόμενη μέρα και το μέλλον της ομάδας μετά την ευκταία απαγκίστρωση από τον «Πρόεδρο», τα κεφάλαιά του και φυσικά τη χασούρα του. Θα νικήσουν τελικά οι ρομαντικοί;
Περισσότερα λόγια δε χρειάζονται, καθώς η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι σαφής. Αυτό που μόνο ως κλείσιμο θα ήθελα, προσωπικά, να προσθέσω είναι αυτό που αποκόμισα, πέραν της οπαδικής/ ποδοσφαιρικής σκοπιάς, αν και κατεξοχήν άρρωστος, πλην ρομαντικός της πάλαι ποτέ δικής μου κερκίδας. Κάτι που το ξεπερνάει όλο αυτό…
Και αυτό δεν είναι άλλο από την ανάγκη για συλλογική δράση και αντίδραση με γνώμονα ένα κοινό, απώτερο σκοπό, μέσα από την επικράτηση ενός ουσιαστικού, δημοκρατικού, οργανωμένου μοντέλου ευημερίας. Κάτι που ξεπερνά το ποδόσφαιρο και αντανακλά μια κοινωνία πολιτών που θα έπρεπε να υπάρχει. Ή καλύτερα, που θα θέλαμε -κάποιοι, όχι όλοι μάλλον- να υπάρχει.
Σε ευχαριστώ λοιπόν Θάνο -και- για αυτήν την ελπίδα…
Ν.Π.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Περί Τζόκερ: Το πρόβλημα είναι ότι δεν ακούς…


Το πρόβλημα είναι ότι δεν ακούς. Εσύ, εγώ, εσείς, εμείς, αυτοί. Κανείς μας δεν ακούει. Δεν ακούει κανείς αυτόν, που γίνεται αντιληπτός ίσως μόνο για την ιδιαιτερότητά του. Αυτόν, που έχει μόνο αρνητικές σκέψεις, με πρώτο στόχο τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτόν, που πονά δίπλα μας εσωτερικά και την ίδια στιγμή γνωρίζουμε πως αυτό του συμβαίνει, πατώντας του ακόμη και την πληγή, μεγαλώνοντάς την. Εκείνον τον απόκληρο της ζωής, που θα ήθελε να κάνει τους άλλους να γελάνε, την ώρα που ο ίδιος προσπαθεί να προβάρει ένα χαρούμενο προσωπείο στον καθρέφτη.
Ένας τέτοιος που δε γελά -και δε θες να ακούς- είναι και ο Τζόκερ. Ένας γελωτοποιός, ακατάλληλος μάλλον για το εν λόγω επάγγελμα. Ένας τύπος περιθωριακός, που κακαρίζει νευρικά λόγω ενός τραγικού «κουσουριού» από την παιδική του ηλικία, όταν βρεθεί σε καθεστώς έντονης συναισθηματικής πίεσης. Και δε γελά ποτέ πραγματικά, καθώς δεν ξέρει τι θα πει γέλιο, χαρά, αποδοχή, νορμάλ καθημερινότητα, έστω κάτι κοντά σε αυτά, που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος «τα καλά μιας φυσιολογικής ζωής». Γιατί είναι πολύ άρρωστος, δε γεννήθηκε όμως και έτσι. Το πρόβλημα ξεκινά από ένα πράγμα, τελικά. Τι σκατά θα πει «κανονικότητα» πια;
Κανονικότητα: Είναι η οικογένεια. Η δουλειά. Η εκπαίδευση για… την εκπαίδευση. Η ανάγκη για επιβίωση. Οι στερήσεις. Το χρήμα. Το να μπορείς να αγοράζεις, να καταναλώνεις όσα χρειάζεσαι, έως και όσα δε χρειάζεσαι. Η κουλτούρα της τηλεόρασης. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, όπως εγκαθιδρύθηκε από τα μέσα του περασμένου αιώνα κυρίως κι έπειτα. Οι κοινωνικές τάξεις. Η ελίτ και η πλέμπα- απαραίτητοι και οι δύο, μάλλον. Οι έχοντες, οι δυνατοί, οι σταρ, τα άφταστα πρότυπα και από την άλλη εκείνοι, που θα ήθελαν να μοιάσουν στους πρώτους και εναποθέτοντας τις ελπίδες τους για σωτηρία σε αυτούς τους λίγους, μέσα σε μια ματαιόδοξη μιζέρια. Είναι τα αποπνικτικά σκουπίδια γύρω τριγύρω, τα πραγματικά και τα μη. Το κυνήγι του ονείρου, αλλά μόνο το κυνήγι, όχι το ίδιο το όνειρο.
Όλη αυτήν την έννοια της «κανονικότητας» έρχεται παρ’ όλα αυτά να ταράξει, ή καλύτερα να βρει το ρόλο της μέσα της, μία σημαντική έννοια που ακούει στον τίτλο «ψυχική υγεία». Κάτι που ισούταν και ισούται ακόμη σε μεγάλο βαθμό με δυσπρόσιτο ταμπού. Ψυχική υγειά κλονισμένη (ή απλώς ψυχική ασθένεια) είναι κάτι που συνάδει με φόβο και τρόμο για τους φαινομενικά υγιείς στην ψυχή. Ο Τζόκερ ανήκει, ωστόσο, σε αυτήν την κανονικότητα, είναι μέρος της στη χειρότερη μορφή της, αφού συγκεντρώνει όλα σχεδόν τα αρνητικά της ζωής πάνω του και έρχεται με μαθηματική συνέπεια σε σύγκρουση με αυτήν.
Ο αντιήρωας αυτός, που μόνο «υπερκακό» δεν συνιστά, συνυπάρχει με την διαλυμένη ψυχή του, συντηρούμενος στη ζωή από την αγάπη του για την άρρωστη επίσης ψυχικά και έγκλειστη στο κοινό τους διαμέρισμα μάνα του. Συνεπικουρούμενος από φάρμακα, τα οποία πρέπει μετά από συνεδρίες με ειδικό να γράφονται, να εγκρίνονται, να αλλάζουν ή να ενισχύονται, προσπαθεί να μείνει ισορροπημένος. Ακολουθώντας το μοτίβο βιοπάλη, αναγκαστική απομόνωση, ανοχή στην αδικία ακόμη και από αυτούς που μοιράζονται το ίδιο σκαλοπάτι, δεν αργεί να δημιουργεί ένα δικό του φανταστικό σύμπαν, στο οποίο έννοιες όπως ευτυχία, αναγνώριση, θετικά συναισθήματα και έρωτας μπορούν και έχουν θέση.
Το μπαμ αναπόφευκτα θα έρθει και θα έχει συνέπειες κοινωνικών διαστάσεων. Τον συμπαθούμε για αυτό; Τον δικαιολογούμε; Τον κατανοούμε; Μπαίνουμε στη θέση του και λέμε ευθαρσώς «κι εγώ το ίδιο θα έκανα»; Τον αντιμετωπίζουμε από την άλλη ως τρελό, που δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να κυκλοφορεί ελεύθερος; Είναι ένας κλόουν από τους πολλούς αχρείαστους και παρακατιανούς αυτής της κοινωνίας, μεταφράζοντας ελεύθερα μια τηλεοπτική δήλωση του μεγιστάνα μπαμπά Γουέιν; Είναι αυτός που δεν ακούς, γιατί δε θα έπρεπε να κυκλοφορεί δίπλα σου; Είναι τελικά αυτό που φοβάσαι ότι μπορείς να γίνεις; Είναι αυτός θα ήθελες να είσαι, βρισκόμενος απέναντι σε αυτούς που σε καταδυναστεύουν και σου πουλούν «κανονική» ζωή σκοτώνοντας την ψυχή σου πρώτα;
Ό, τι και αν είναι, ένας τέτοιος άνθρωπος υπήρχε και υπάρχει δίπλα μας, παλεύοντας με τους δαίμονές του, πέφτοντας παραδομένος και παίρνοντας μαζί του και άλλους στην πτώση του. Ή νικώντας αυτούς τους δαίμονες, αργά ή γρήγορα. Υπάρχει όμως και μέσα μας, ως βόμβα έτοιμη να κλονίσει την κοινώς αποδεχούμενη κανονικότητα, που κινείται από δυσβάσταχτα πρέπει και ψευδανάγκες, από ένα «καρκινικό» άγχος επιβίωσης και ύπαρξης, από μια ατελείωτη μοναξιά, ουσιαστικά, μέσα στο τόσο πλήθος.
Η απάντηση δε βρίσκεται στα πεπραγμένα του Τζόκερ και στους εκάστοτε επίδοξους ομοίους του. Υπάρχει στην κάθε μικρή επανάσταση, που δεν πυροδοτεί την προαναφερόμενη βόμβα, που δε θρέφει τη γάγγραινα που κατατρώει το μέσα μας. Αυτό που λέγεται ψυχή και προέχει να προστατεύεται. Ας μιλήσουμε για αυτήν, λοιπόν. Ας την ακούσουμε μέσα μας και δίπλα μας.

Ν.Π.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Green book: Μια πολύ σκληρή, γλυκιά ανθρώπινη ιστορία


Η πολυδιαφημισμένη βραδιά των Όσκαρ πέρασε, τα αποτελέσματα λίγο πολύ είναι γνωστά, συνεπώς νικητές και… χαμένοι το ίδιο. Λίγη σημασία όμως έχει το timing, όταν κρίνεις πως δεν είναι ποτέ αργά για μια αυθόρμητη αναφορά σε μια ταινία αριστουργηματική, ήδη βραβευμένη και ήδη αρκετά γνωστή σε μεγάλο μέρος του κοινού, αφού προβάλλεται εδώ και καιρό στις αίθουσες.  
Ο λόγος για την ταινία Green Book, «Το πράσινο βιβλίο», αν θέλετε. Μια πολύ σκληρή και συνάμα γλυκιά ανθρώπινη ιστορία, όπως περιγράφει και ο τίτλος, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Μια πραγματικότητα για την ακρίβεια, όπως την έζησαν δυο αχώριστοι ως σχεδόν το θάνατό τους μετά φίλοι, κατά της διάρκεια του χτισίματος αυτής τους της σχέσης.  
Η ιστορία τοποθετείται στις αρχές του 1960. Σε μια βερσιόν ενός… σιτεμένου Άραγκορν, χωρίς μακριά μαλλιά και τρίχες στο πρόσωπο, καθώς και με αρκετά κιλά παραπάνω σε σχέση με το μακρινό 2003, ο Viggo Mortensen είναι ο Tony Vallelonga ή αλλιώς Tony Lip, όπως τον είχε βαφτίσει η πιάτσα. Ιταλοαμερικανός την καταγωγή, εργάζεται στη νύχτα ουσιαστικά ως μπράβος. Η μοίρα θα φέρει το κλαμπ, στο οποίο δουλεύει, να κλείνει για κάποιο διάστημα, με τον ίδιο αναγκαστικά να πρέπει να βρει κάτι άλλο, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην για τον ίδιο, την αγαπημένη του σύζυγο Dolores και τα δυο του μικρά αγόρια.
Μια συνέντευξη για δουλειά θα τον φέρει σε αμηχανία, αφού ο εργοδότης, ενώ του τον είχαν συστήσει ως «γιατρό», μόνο με την ιατρική δεν έχει να κάνει, ενώ ταυτόχρονα έχει εντελώς διαφορετικό χρώμα δέρματος. Ο ίδιος ο Tony, αν και δε μας συστήνεται επακριβώς ως ρατσιστής, δεν απέχει από τα στερεότυπα που επιτάσσουν την απαράδεκτη συμπεριφορά σε βάρος των έγχρωμων συμπολιτών του. Ο Mahershala Ali υποδύεται το «γιατρό» στο παρατσούκλι, αλλά μουσικό και πιανίστα στην πραγματικότητα, Donald Shirley, που επιθυμεί να προσλάβει ως σοφέρ τον Tony.
Εκείνος (ο πιανίστας), αριστοκρατικός, με τρόπους, εκκεντρικός αναφορικά με τα ενδύματά του στη μοναξιά της οικείας του, ζει σε ένα μίνι παλάτι μες στη φαινομενική αίγλη, έχοντας φυσικά πέρα από… θρόνο, μέχρι και υπηρέτη. Όχι κάποιον επίσης μαύρο, αλλά όχι και λευκό (ινδικής καταγωγής μάλλον ο περί ου ο λόγος). Ο επίδοξος σοφέρ, από την άλλη, άγαρμπος, ως και θρασύς, αρνείται αρχικά να αποτελέσει άλλον έναν «υπηρέτη», σε μια περιοδεία ανά τις πολιτείες της Αμερικής. Και αυτό γιατί ο καλλιτέχνης δε ζητά μόνο έναν οδηγό, αλλά έναν άνθρωπο «γενικών καθηκόντων», που θα διευθετεί σχεδόν τα πάντα πριν τα εκάστοτε κονσέρτα.
Ο Tony τελικά θα δεχθεί την πρόταση και μια περιπετειώδης συνεργασία θα ξεκινήσει. «Οδηγός» του οδηγού θα αποτελέσει το «πράσινο βιβλίο», ένα μικρό βιβλίο/κατάλογος, που κυριολεκτικά υποδεικνύει τα σημεία μέσα στις αμερικανικές πολιτείες, όπου -μπορεί και να- υπάρχει ένα πράσινο φως για ένα «νέγρο». Είτε αυτό είναι μια ξενοδοχειακή μονάδα, είτε ένα μπαρ/εστιατόριο ή ό, τι άλλο...  
Η ιστορία των δύο γεννάται ακριβώς με αυτήν τη δίμηνη περίπου περιοδεία, την οποία παρά τους υπαρκτούς κινδύνους, ζητά ο καλλιτέχνης, που, αν και όχι λευκός, μοιάζει να ανήκει σε μια ελίτ. Μην αποδεχόμενος, ωστόσο, πως αποτελεί τελικά περισσότερο -ή και μόνο- έναν διασκεδαστή της, θα δει το σκληρό πρόσωπο της εποχής. Ο Tony, δε, δεν είναι άλλος από μια φιγούρα, που γνωρίζει καλά τον κόσμο γύρω του, αποτελεί κομμάτι του, αλλά την ίδια στιγμή και η ζωντανή απόδειξη πως μπορεί να αποβάλλει τα πιο απάνθρωπα ψεγάδια του, συγκρουόμενος επιπλέον μαζί του.
Το φιλμ σκηνοθετεί ο Peter Farrelly, ενώ το σενάριο συνυπογράφουν ο ίδιος, ο γιος του πραγματικού Tony Lip Nick Vallelonga (παίζει μάλιστα στην ταινία) και ο Brian Currie. Η ταινία απέσπασε ήδη τρία όσκαρ στην πρόσφατη ομώνυμη μεγάλη γιορτή της Αμερικάνικης Ακαδημίας (καλύτερης ταινίας, καλύτερου σεναρίου, β’ ανδρικού ρόλου για το Mahershala Ali) και δικαίως, με τον Viggo Mortensen να μένει δυστυχώς μόνο με την ικανοποίηση της επάξιας υποψηφιότητάς του για το βραβείο του α΄ ανδρικού ρόλου.
Πρόκειται, δίχως άλλο, για την καλύτερη ταινία, κατά την ταπεινότητά μου για -τουλάχιστον- φέτος. Διότι σοκάρει χωρίς να είναι στο πιάτο σκληρή, όπως άλλες ταινίες που θέλησαν να περάσουν ένα αντιρατσιστικό μήνυμα. Δε δείχνει ωμή βία και δε στηρίζεται σε αυτήν κατά βάση. Είναι με τον τρόπο της σκληρή, πολύ σκληρή, περνώντας αυτό που θέλει, την ώρα που σε όλη τη διάρκειά της το κοινό γελά απλόχερα, κυρίως με την αγαρμποσύνη και την ευθύτητα του Tony. Ο οποίος μαθαίνει πολλά από το βιρτουόζο Donald, αλλά και διδάσκει με τη σειρά του τον τελευταίο. Έτσι, η ταμπέλα «drama, komedi» του φιλμ ανταποκρίνεται όσο λίγες φορές στην πραγματικότητα.
Σαν επιστέγασμα, λοιπόν, μια γλυκιά φιλία θα δημιουργηθεί μεταξύ ενός «λαϊκού» λευκού και ενός καλλιεργημένου και επιτυχημένου αφροαμερικανού -με τον όρο να απουσιάζει στην εποχή εκείνη- μουσικού. Μια φιλία, που δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά ένα δυνατό χαστούκι στα σκατά, που είχε και έχει μέσα στο κεφάλι του ο ανθρώπινος νους, κυρίως των «τυχερών» λευκών αυτού του κόσμου.

Ν.Π.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Άνεμος Ωραίος: Το συγγραφικό «ντεμπούτο» της Όλγας Νικολαΐδου


Διαβάζω ξανά και ξανά τον τίτλο, που ο ίδιος επέλεξα. «Ανεδαφικός», σκέφτομαι, αφού η Όλγα Νικολαΐδου, πέρα από το ότι δημοσιογραφεί εδώ και πολλά χρόνια, κάθε της ανάρτηση -είτε υπό μορφή δημοσίευσης στα κοινωνικά δίκτυα είτε ως κοινοποίηση δικού της κειμένου- αποτελεί μέρος του συγγραφικού της έργου. Έτσι, το προαναφερόμενο «ντεμπούτο», προφανώς, αφορά το ότι, για πρώτη φορά, το ταλέντο της στη γραφή, οι σκέψεις της, η ανάγκη της να καταγράψει βιωματικές, ενδεχομένως, μνήμες, καθώς και προσωπικές –αλλά και τόσων γύρω μας- φιλοσοφικές αναζητήσεις απέκτησαν μια συγκεκριμένη μορφή. Αυτήν του βιβλίου. Μιας οντότητας, διόλου εφήμερης. «Άνεμος Ωραίος» ο τίτλος του έργου, λοιπόν, με το μοναδικό «αέρα» της Όλγας Νικολαΐδου…
Αρχικά, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, νιώθεις πως έχεις στα χέρια σου κάποιο αλφαβητάρι. Αιτία, το γεγονός πως κάθε κεφάλαιο τιτλοφορείται με ένα γράμμα, ξεκινώντας από το Α και φτάνοντας ως το Ω, όπου ο άνεμος… αποθεώνεται με το χαρακτηρισμό «ωραίος». Δεν πρόκειται, ωστόσο, για αλφαβητάρι, αλλά για μια ιστορία -με όχι απαραιτήτως συγκεκριμένο το τρίπτυχο «αρχή, μέση και τέλος»- με πρωταγωνίστρια τη Λυδία, που τα πρώτα της χρόνια θα τη βρουν στο «νησί», αλλά από μικρή θα αναγκαστεί να γνωρίσει την πρωτεύουσα.
Πρόκειται για μια ιστορία, ταυτόχρονα, για την ενήλικη δικηγόρο Λυδία, που επισκέπτεται τακτικά τον ψυχοθεραπευτή της, βρισκόμενη αντιμέτωπη με τους φόβους της και τις υπαρξιακές της αναζητήσεις. Με φόντο πάντα δε τις ζωντανές θύμισες από το νησί και των κοντινών της αγαπημένων -και αρκετά σοφών, αν μη τι άλλο- ανθρώπων. Μια ιστορία τελικά, που μοιάζει με το ημερολόγιο της Λυδίας Πετρίδου (δανειζόμενος το πλήρες όνομα της ηρωίδας), που περιλαμβάνει σκόρπιες, όχι καθημερινές, αλλά χρόνιες, συγκεντρωμένες σκέψεις, παραλληλισμούς, θεωρίες, αξιολογήσεις λόγων και έργων συντελεσμένων, μα και ανεκπλήρωτων.
Έχουμε δε να κάνουμε με μια ιστορία, επίσης, διανθισμένη με πολύ ελληνική μυθολογία, εν είδει παραβολών, αλλά και… πολύ Θεό. Μια αφήγηση, που πέρα από τα γεγονότα, αναζητά, άλλοτε βρίσκει και άλλοτε μένει να απορεί γύρω από φιλοσοφικά, αλλά και ευκολότερα, καθημερινά ερωτήματα, που εμείς οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε ως εξόχως δύσκολα. Κάτι, που προσωπικά μου έφερε στο μυαλό αυθορμήτως τον Καζαντζάκη. Ας με συγχωρέσει η δημιουργός και πάλαι ποτέ «δασκάλα» μου, αλλά έτσι το ένιωσα και οφείλω να το καταθέσω.
Τι θα διαβάσεις, ωστόσο, αποκτώντας, ανοίγοντας και «ρουφώντας» αυτόν τον… ωραίο άνεμο;
Θα ταξιδέψεις μέσα από μνήμες στο νησί. Θα νιώσεις σαν να παίζεις μαζί με τη Λυδία ή να αφουγκράζεσαι τη σοφία των γηραιών συγγενών της. Θα μείνεις αρκετά εκεί μαζί της και με τον περίγυρό της. Θα διαβάσεις πολύ για τη λιλιπούτεια Λυδία και την ανάγκη της για πίστη στα παραμύθια και το «αόρατο πέπλο», που εκείνη έβλεπε και ήθελε να βλέπει. Θα ταυτιστείς με την, σε προεφηβική ηλικία, πιτσιρίκα, που ανακαλύπτει τη γυναικεία της φύση. Θα θυμηθείς σίγουρα αγαπημένα πρόσωπα (γιαγιάδες, παππούδες, θείους), που είθισται να μας στιγματίζουν και να συμμετέχουν στη διαμόρφωση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, των εκκολαπτόμενων χαρακτήρων μας. Θα αναθεματίσεις για επιθυμίες, που δεν ήταν τελικά επιθυμίες. Θα προβληματιστείς με το ότι «η καρδιά έλκει το βάσανο».
Θα διαβάσεις, μεταξύ άλλων, για γιασεμιά και γαρύφαλλα, μα και για τη γάγγραινα, καθώς και για την τεράστια έννοια της «διεκδίκησης», τα διλήμματα, τις αποφάσεις, τον «δήμιο» και τη ζωή που είναι… δρόμος. Θα ενστερνιστείς -ίσως- τις σκέψεις τη Λυδίας περί ελευθερίας. Θα κρυφοκοιτάξεις την τρίχρονη σχέση με τον καθηγητή της, ονόματι Ζήσης, κατά την εφηβεία της και ό, τι  αυτή σήμαινε. Θα «ακούσεις» για τον ήλιο, την ηθική, την ηλικία, αλλά και το θεό, το θαύμα, τη θυσία, το θάνατο και τη θάλασσα «που κι όταν θυμώνει, το κάνει με τόση ομορφιά». Θα περπατήσεις μαζί με το κορίτσι και την «καρδιά» του και θα φας ένα χαστούκι απλόχερο, ψελλίζοντας τα ακόλουθα λόγια μέσα σου: «Όπου υπάρχει λύπη, πάντα κάτι λείπει». Επιπλέον, θα διαβάσεις για τη μοίρα, τη μνήμη, τις νεράιδες, τη «νύμφη», ως και το Νάρκισσο του μύθου.
Η Λυδία -υπαρκτό ή μη πρόσωπο, δεν έχει σημασία- ενώ κοιτάζει να συμφιλιωθεί με τη εικόνα της εδώ και καιρό, η τελευταία αλλάζει αφού «σημαδεύεται από το χρόνο», αυτόν που «αφήνει τα παιδιά του να ζήσουν πριν τα σκοτώσει». Η οικεία δε για εκείνη γη θα καταστεί ξένη, αφού το «αμάρτημα» του πατέρα απέναντι στη σύζυγό του και μάνα της, μάλλον δε συγχωρείται. Το όνομα είναι σημαντικό, μα μπορεί να κουβαλά οργή ή γλυκιά νοσταλγία (βλ. πχ αναφορά στη γιαγιά Ουρανία). «Όπου δεν υπάρχει μνήμη δεν υπάρχει πόνος», σκέφτεται η ηρωίδα μας, όμως μια «ρωγμή» αρκεί για να γεννήσει τον πόνο. Η μνήμη της ανήμπορης -και ίσως χωρίς ικανότητα πια μνήμης- άρρωστης μητέρας αρκεί για το προαναφερόμενο.
Η Λυδία επίσης προτιμά το σκοτάδι από το φως που δείχνει τις αδυναμίες. Φοβάται το φως. Φοβάται ακόμη πως δε θα προλάβει να εκπληρώσει το χρέος της, αναρωτώμενη πόσος χρόνος χρειάζεται για να προλάβεις να πεις ένα χρωστούμενο «σ’ αγαπώ» σε έναν «αναστημένο» και «συγχωρημένο» για την προδοσία του άνθρωπο, που μετά από λίγο θα αποτελεί ένα σώμα παγωμένο, χωρίς ψυχή.
Αυτά και άλλα πολλά θα διαβάσεις, όπως και το ότι «Ωραίο είναι αυτό που έρχεται στην ώρα του». Αυτό θα πει εκείνη κατά την επιστροφή της στο πολυαγαπημένο νησί, παρέα πια με τον έρωτα (;), λίγο πριν κλείσει τις σκέψεις της στην αυλαία του βιβλίου. Ώρα είναι, συνεπώς, να το αποκτήσεις και να συμπορευθείς με τον ψυχισμό της και τις συνεχείς αναζητήσεις της, νιώθοντας ένα άνεμο τελικά πολύ ωραίο να σε διαπερνά…

*Το βιβλίο «Άνεμος Ωραίος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ»

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα…

Η Όλγα Νικολαΐδου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και ζει. Είναι δημοσιογράφος, κόρη του αείμνηστου ιδρυτή, εκδότη και διευθυντή της ιστορικής αθλητικής εφημερίδας «Το Φως των σπορ», ενώ, μεταξύ άλλων, έχει διδάξει δημοσιογραφία. Σε αυτόν τον «σταθμό» της ζωής της συναντάται και το σημείο, όπου οι δρόμοι μας έσμιξαν για κάποιο διάστημα, εκείνη από τη θέση της δασκάλας (επιφορτισμένη με το μάθημα «Φιλοσοφία τίτλων») και εγώ του «σιτεμένου μαθητή», στα 28 μου ξανά. Σπούδασε Νομική, όμως δεν την άσκησε, εν αντιθέσει με την ηρωίδα της, ενώ αδιάκοπος καημός της συνιστά επίσης ένα… νησί (ο τόπος καταγωγής της μητέρας της, όπως υπογραμμίζεται στο σύντομο βιογραφικό της σημείωμα, όπισθεν του εξωφύλλου). Τα τελευταία χρόνια ο χώρος της υποκριτικής είναι που την έχει κερδίσει, αφού είναι κάτι που επίσης σπούδασε και το οποίο όμως κυνηγά και ασκεί με πάθος. Το μυθιστόρημα «Άνεμος Ωραίος» αποτελεί το πρωτόλειό της. 


Ν.Π.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Όταν οι φλόγες λυγίζουν μια μάνα…

Ο μικρός Ν. -όσο μπορεί- θυμάται:
Το ημερολόγιο γράφει 12 Μαΐου 1995. Παρασκευή. Η ωραιότερη μέρα ενός μικρού παιδιού στα μαθητικά χρόνια, ίσως.
Εκείνος, μόλις 9 ετών, με ωτίτιδα -ή κάτι τέτοιο- και συνεπαγόμενους πόνους στο ένα αυτί, υποφέρει μες στο πρώιμο καλοκαίρι. Η μάνα του το ίδιο. Όχι από πόνους στο αυτί, αλλά στην κοιλιακή χώρα, που την καθηλώνουν στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Σίγουρα όμως εκείνη πονάει «λιγότερο» από το παιδί της, απέναντι στο οποίο «πρέπει» να δείχνει πάντα δυνατή. Στο σπίτι μαζί τους, βρίσκεται και η μεγάλη, 12χρονη αδερφή, που ευτυχώς είναι απολύτως υγιής.
Η ζεστή μέρα λόγω των έντονων, ως και μανιωδών, νοτιάδων γίνεται αποπνικτική. Οι άνεμοι, εντάσεως 9-10 μποφόρ «σφυρίζουν» έξω, λυγίζοντας δέντρα, ρίχνοντας πέρα δώθε πράγματα στις γειτονικές αυλές, καθώς και στο μπαλκόνι τους. Το πρόσφατα, για την ακρίβεια, χτισμένο μπαλκόνι, που εκτεινόταν κατά μήκος έξω από τα δύο νέα επίσης υπνοδωμάτια, που δεν είχαν κατοικηθεί ακόμη. Άλλωστε, οι φρέσκες ξύλινες πόρτες και τα κουφώματα ακόμη μύριζαν… καινούργιο.  
Το απόγευμα περνά βασανιστικά. Ο μικρός Ν. δεν έχει όρεξη για παιχνίδι, αφού τον ταλαιπωρούν οι πόνοι μες στο κρανίο του. Η μητέρα του επίσης ταλαιπωρείται και μάλλον πολύ περισσότερο, αλλά συνεχίζει να κρατά γερά. Ο πατέρας φυσικά απουσιάζει, αφού αναγκαστικά δουλεύει στο μαγαζί στο κέντρο της πόλης απόγευμα Παρασκευής.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, τα μικρά πεινούν. Η μάνα τους πηγαίνει προς την κουζίνα. Θα τους φτιάξει κάτι εύκολο, που ωστόσο τους αρέσει πολύ. Μακαρόνια με τοπικό τυρί, τυρομάλαμα, θυμάται ο Ν., χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, έξω στον κεντρικό δρόμο του χωριού επικρατεί σχετική αναταραχή, πέραν των μανιακών ανέμων.
Ένας διόλου γνώριμος, αυξανόμενος, εκκωφαντικός ήχος σειρήνας θα ταράξει τα μικρά. Η θέα δε του κόκκινου, μεγάλου πυροσβεστικού οχήματος, που περνά τάχιστα έξω από το σπίτι τους και παράγει τον προαναφερόμενο ενοχλητικό και τρομακτικό ήχο, το ίδιο. Η μαμά τους ξεστομίζει τη φαινομενικά νηφάλια πρόταση «κάπου θα έπιασε φωτιά». Η πομπή δε με μηχανάκια από τους έφηβους «σβούρους» του χωριού, που σχεδόν συνόδευαν το πυροσβεστικό όχημα, με χαρούμενες θα έλεγε κανείς ιαχές, μετριάζουν τη συνολική αρνητική αίσθηση.
Τα δυο αδερφάκια κάθονται στο τραπέζι. Η αίσθηση όμως, ότι κάτι συμβαίνει πολύ κοντά, είναι διάχυτη. Τα παιδιά βγαίνουν έξω στο μπαλκόνι, μήπως και καταλάβουν κάτι, αφήνοντας το φαγητό στη μέση. Το θέαμα, που αντικρίζουν, συγκλονιστικό αν και όχι ολοκληρωμένο –ακόμη. Ψηλές φλόγες ξεπροβάλλουν πίσω από την γιγαντιαία αγριοσυκιά, που στέκεται απέναντι ακριβώς από το πατρικό τους στα 100 και κάτι λιγότερο μέτρα, πλάι σε ένα σπίτι ερείπιο.
Το μέγεθος της καταστροφής και η έκταση της πυρκαγιάς πίσω από εκεί παραμένουν άγνωστα, αφού το θέριεμα της συκιάς δεν επιτρέπει -ίσως και καλώς- μια σαφή εικόνα. Ο μικρός Ν. θα ξεχάσει το αυτί και τους πόνους του, μπροστά σε κάτι τόσο πρωτόγνωρο.
Η μάνα τους θα σπεύσει να ενημερώσει αμέσως το σύζυγό της, που θα σχολούσε σε 1,5 ώρα, καθώς και τον αδερφό της, ο οποίος μένει στην πόλη. Ο πατέρας τους μην μπορώντας να φύγει αμέσως και συμμεριζόμενος το φόβο της γυναίκας του, ενημερώνει τον αγαπημένο του ξάδερφο στο κοντινό από το χωριό προάστιο, ο οποίος λόγω της οικογενειακής του επιχείρησης διαθέτει φορτηγά. Ο τελευταίος βρίσκεται σε επιφυλακή.
Το βράδυ, λίγο μετά το «κρύψιμο» του ήλιου, θα πέσει για τα καλά. Το μόνο φως λίγη ώρα μετά -αφού η ηλεκτροδότηση, αν θυμάται καλά ο μικρός Ν., θα διακοπεί- είναι αυτό από τις φλόγες, που με τη μάνητα του αέρα εξαπλώνονται ραγδαίως.
Η πλαγιά κάτω από τα σπίτια του απέναντι χωριού φλέγεται, όπως και η αντίστοιχη πλαγιά του δικού τους, στην οποία ήταν χτισμένο. Η φωτιά ευτυχώς -αν υπάρχει ευτυχώς σε τέτοιες περιπτώσεις- καίει κατά μήκος τις πλαγιές αυτές ολοκληρωτικά οδεύοντας προς τα βόρεια και τη θάλασσα. Η κατεύθυνση των ανέμων είναι που κάνει κουμάντο άλλωστε…
Η φωτιά ωστόσο περνάει κάτω και πολύ κοντά από τα σπίτια. Δύο από τα τρία κυπαρίσσια στον προαύλιο χώρο στο ιστορικό μοναστήρι απέναντι λαμπαδιάζουν, ενώ οι καρποί τους  λειτουργούν σαν μικρές βόμβες, που εκρήγνυνται, εξαπλώνοντας κοντά στο σημείο την πυρκαγιά.
Η μάνα τους μπροστά στο κόκκινο της φωτιάς, που μαίνεται αντικειμενικά κοντά, λυγίζει. Αρχίζει να ωρύεται, να κλαίει και να παραληρεί πως οι τόσοι κόποι χρόνων του ανδρός της θα πάνε χαμένοι. Φοβάται για τα παιδιά της, την περιουσία τους, το μέλλον τους, εκφράζοντάς το απροκάλυπτα, χωρίς άμυνες και αντιστάσεις. Τα παιδιά της, αν και φοβισμένα φυσικά, προσπαθούν να την ηρεμήσουν. Μάταιο. Η μάνα κλαίει και οδύρεται, νιώθοντας παραδομένη ήδη σε κάτι που είναι μάλλον πέρα από τις δυνάμεις της, αναλογιζόμενη πως όλα μπορεί να γίνουν στάχτες ανά πάσα στιγμή.
Ο πατέρας φτάνει σπίτι, ενώ έχουν ήδη κινητοποιηθεί οι συγγενείς. Ο κουνιάδος του θα αναλάβει να πάρει την, σε κατάσταση σοκ, αδερφή του και τα παιδιά στην πόλη για τη νύχτα. Ο πατέρας, ήρεμη δύναμη, αν και σπάνιο για τον υπέρμετρα αγχώδη χαρακτήρα του, θα μείνει πίσω, προσπαθώντας να αποτρέψει ό, τι είναι δυνατόν και αν χρειαστεί μες στην «καυτή» νύχτα.
Τη στιγμή δε που ο μικρός Ν. ετοιμάζεται για να φύγει με την αδερφή του και τη μητέρα του για την πόλη, βλέπει πως έχει ξεκινήσει ένα σχέδιο εκκένωσης του σπιτιού. Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει για τα καλά, θυμάται. Ο θείος με τα φορτηγά είχε φέρει εργάτες μαζί του προκειμένου για μια ταχεία φόρτωση. Αυτό, πάντως, που θα κάνει εντύπωση μέσα στα όσα σημαντικά πακεταρίστηκαν εν τάχει, ήταν η αποσύνδεση και μεταφορά στο φορτηγό της μόλις δύο ετών συσκευής της τηλεόρασης…
Στο αυτοκίνητο για την πόλη η μάνα δεν ηρεμεί. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι τουλάχιστον τα παιδιά της είναι ασφαλή. Συνεχίζει να θρηνεί προκαταβολικά για τα όσα έχτισε ο σύζυγός της και θα πάνε στράφι, για το αύριο που είναι αβέβαιο για τα παιδιά της, για μια εικόνα, μια εμπειρία, που μάλλον ούτε η ίδια δεν είχε αντιμετωπίσει ξανά.
Και μικρός Ν. έχει ακριβώς αυτό να θυμάται περισσότερο, πέρα και από την ίδια  εικόνα της μανιώδους φωτιάς, που θα μπορούσε φυσιολογικά να σημαδέψει μια άγουρη ψυχή. Έχει να θυμάται το λύγισμα της μάνας μπροστά στο δικαιολογημένο φόβο, στον έλεγχο που χάνεται από τα χέρια της, τα «δεμένα» χέρια της απέναντι σε κάτι που την ξεπερνά.
Η φωτιά τελικά θα τεθεί υπό έλεγχο τα ξημερώματα του Σαββάτου. Αιτία πρόκλησής της ήταν βραχυκύκλωμα καλωδίων της ΔΕΗ, στα νότια, στο βάθος της «ένωσης» αναφορικά με τις δύο πλαγιές, σε ένα σημείο από όπου μόνο τους χειμερινούς μήνες περνά ποταμός. Οι άνεμοι, τα χόρτα, ξερά και χλωρά, καθώς και οι σπινθήρες έκαναν τη δουλειά τους, ευτυχώς χωρίς το πράγμα να πάρει διαστάσεις, αφού δεν υπήρξαν θύματα.
Ο μικρός Ν. όμως έχει να θυμάται. Δεν το ξεχνά, γιατί βίωσε τον φόβο -όχι μόνο το δικό του- του πλέον δικού του ανθρώπου. Εκείνης, που δεν λυγά ποτέ, ή που σπάνια έχει λυγίσει. Εκείνης, που στάθηκε και στέκεται βράχος, παρά τα σοβαρά προβλήματά της, όταν χρειάστηκε και χρειαστεί. Εκείνης, που άνθρωπος είναι και μπορεί να έχει μια στιγμή αδυναμίας, όταν οι φλόγες χωρίς διακρίσεις μπορούν να αφανίσουν τα πάντα…


Υ.Γ.: Τιμή και δόξα στις ανθρώπους, που την ύστατη στιγμή έφυγαν αγκαλιασμένοι και έκαναν το παν για να προστατεύσουν τους δικούς τους. Το εν λόγω κείμενο αποτελεί, αν αποτελεί, ένα απειροελάχιστο φόρο τιμής στην τραγωδία που βρήκε την ανατολική Αττική. Μια προσπάθεια, μέσα από μια βιωματική, επ ουδενί συγκρίσιμη, εμπειρία για την ελάχιστη προσέγγιση μέρους μόνο των όσων αισθάνονται, όσοι υπέστησαν και συνεχίζουν να ζουν τα δεινά της πυρκαγιάς. Πραγματικά όμως, δεν πλησιάζονται καν… 

Ν.Π.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Μια μουντή Μεγάλη Παρασκευή…

Μεγάλη Παρασκευή. Ο καιρός μουντός. Τα σύννεφα από νωρίς το πρωί δε λένε να φύγουν. Πολλά από αυτά απειλούν να χύσουν σταγόνες, σαν δάκρυα. Κάποια επιχειρούν μεμονωμένες ψιχάλες, που κρατούν δευτερόλεπτα. Άλλα πάλι, ακόμη πιο μαύρα, υπόσχονται ως και κλάμα βαρύ, λυγμικό.
Το χωριό, παρά τη διαφαινόμενη στεναχώρια του ουρανού, σφύζει από ζωή. Ο Επιτάφιος γεμίζει χρώματα και αρώματα από πιστούς και άλλους. Το σύμβολο της παροδικής νίκης του Θανάτου, διανθίζεται, καλλωπίζεται, ετοιμάζεται για τον παλλαϊκό θρήνο. Η Ζωή τίθεται εν τάφω για… λίγο. Οι μυροφόρες τραγουδούν, ετοιμάζοντας το μονοπάτι της επιστροφής από τον Άδη. Το ποίμνιο φαίνεται να ακολουθεί ταπεινό. Ο ουρανός έχει καθαρίσει μερικώς από τη συννεφιά, αλλά το φωτεινό πέπλο του ουρανού δίνει τη θέση του στο μαύρο της νύχτας.
Νωρίτερα το μεσημέρι, η γιαγιά έχει συμβουλέψει τον, σύντομα έφηβο, εγγονό της ότι δεν πρέπει να κάνει μπάνιο σήμερα, γιατί «δεν κάνει μέρα που είναι» (παραδοσιακής φύσεως, προφανώς, η παραίνεση). Ούτε φυσικά να πιει γάλα -για κρέας ούτε λόγος- ή να γευτεί ακόμη και λάδι. Εκείνος ακολουθεί τη συμβουλή, φοβούμενος τις όποιες επιπτώσεις. Αργά το απόγευμα ετοιμάζεται, βάζει τα καλά του και ξεκινά μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια για να ζήσει το τελευταίο στάδιο του Θείου Δράματος και την κατανυκτική ατμόσφαιρα της ημέρας, που κορυφώνεται μόλις το σκοτάδι πέσει.
Κόσμος πολύς τριγύρω, όχι απαραίτητα κατηφής. Άνθρωποι, που δε βρίσκονται συχνά μεταξύ τους και δράττονται της ευκαιρίας να ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Το ίδιο θα συμβεί και την επομένη το βράδυ, μια βραδιά, ωστόσο, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, πιο χαρμόσυνο και πλέον ανεκτό σε εκδηλώσεις χαράς και διαχυτικότητας. Είναι Παρασκευή όμως σήμερα κι απόψε. Μεγάλη Παρασκευή. Ο πιτσιρικάς παίρνει θάρρος από το θορυβώδη περίγυρο, αρχίζοντας τα γελάκια και τα πειράγματα με τα συνομήλικα φιλαράκια του. Η γιαγιά με αυστηρό γνέμα τον φέρνει στη θέση του. Ο μικρός καταλαβαίνει πως πρέπει με ταπεινότητα να ζήσει και να αφουγκραστεί ό, τι συντελείται -όχι γύρω του τόσο- κοντά στο σημείο, που κείτεται νεκρός ο Κύριος.
Ο Επιτάφιος ξεκινά την πορεία του. Τέσσερις νεαροί τον μεταφέρουν. Μετά από λίγο κάποιοι άλλοι θα τους αλλάξουν, θέλοντας να μοιραστούν την τιμή να περιφέρουν τον άψυχο και σύντομα επανερχόμενο στη ζωή Μεσσία. Οι υπόλοιποι παριστάμενοι ακολουθούν. Ο Θάνατος «ζει» τις τελευταίες του στιγμές ανάμεσα σε έναν κόσμο, που αδημονεί σε λίγες ώρες να γιορτάσει. Να σμίξει και να γιορτάσει την προδιαγεγραμμένη νίκη της Ζωής. Γιατί σε λίγες ώρες θα ξημερώσει Μέγα Σάββατο. Γιατί η πρώτη Ανάσταση είναι κοντά, συνοδευόμενη συνήθως από μια λαμπερή, ολοφώτεινη χωρίς σκιές και κατήφεια ημέρα.
Είναι όμως ακόμη Παρασκευή. Ο μικρός θα γυρίσει σπίτι. Είναι αργά. Εννοείται πως δεν είναι ακόμη εποχή για εκείνον για βραδιές με ούζο ή ρακές και κάθε είδους νηστίσιμο ή θαλασσινά σε πιθανές, υπερτριπλάσιες από το κανονικό τιμές στα μεζεδοπωλεία και τα καφενεία. Γυρίζει σπίτι, λοιπόν, ανοίγει την τηλεόραση και χαζεύει πριν πάει για ύπνο. Σχολείο δεν έχει την επομένη, άρα οι ατασθαλίες με το χρόνο επιτρέπονται. Η ώρα έχει πάει 12.00 τα μεσάνυχτα. Εκείνος σκέφτεται ακόμη τον Επιτάφιο, το συνολικό τελετουργικό και τα βαθιά νοήματά τους…
Σκέφτεται συνεχώς την επικείμενη «νίκη της Ζωής». Ξάφνου, ένα θέμα στο καθιερωμένο μεσονύχτιο δελτίο ειδήσεων θα αναφερθεί σε εκατοντάδες νεκρούς αμάχους και τραυματίες από βομβιστική επιδρομή. Ένα άλλο θα μιλά για συγκρούσεις στο πλαίσιο διαδηλώσεων, με δύο νεκρούς και ανυπολόγιστους τραυματίες εκατέρωθεν. Ένα τρίτο, για ένα νεκρό μωρό σε κάδο, μάλλον παρατημένο από τους -ο κόσμος να τους κάνει- γονείς του. Ένα τέταρτο, για μια επίθεση αυτοκτονίας, με αποτέλεσμα φυσικά… νεκρούς, νεκρούς και πάλι νεκρούς. Ένα πέμπτο, για ένα «εμπρηστικό» κήρυγμα μίσους απέναντι σε ανθρώπους από άνθρωπο, που έχει επιφορτιστεί για να διδάσκει το καλό και την αγάπη…
Ο μικρός θα βγει βουρκωμένος και μόνος στο μπαλκόνι, παρά το μεγάλο φόβο του για το σκοτάδι. Θα κοιτάξει τον ουρανό. Έχει ακόμη σύννεφα, απ’ όσο μπορεί να διακρίνει. Ελπίζει στην αυριανή πρώτη ανάσταση για να φύγουν, να εξαφανιστούν. Ελπίζει και στη δεύτερη, την υπέρλαμπρη, το επόμενο βράδυ. Εδώ και λίγα λεπτά έχει αλλάξει η μέρα πάντως. Κι όμως μοιάζει ακόμη μουντή Παρασκευή. Με τον άνανδρο Θάνατο και το μίσος ακόμη ζωντανά γύρω του, αν και -γεωγραφικά- μακριά του…

Ν.Π.


Υ.Γ.: Το ακόλουθο άσμα, δυστυχώς, ταιριάζει με το κλείσιμο του κειμένου...